- μουρουνέλαιο
- Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα ελεύθερων λιπαρών οξέων, χοληστερίνης και φωσφατίδια βιταμινών Α και D. Το μ. χρησιμοποιείται στην ιατρική και την κτηνιατρική. Σε ένα χιλιοστόλιτρο μ. περιέχονται 200-500 ΔΜ (διεθνείς μονάδες) βιταμίνης Δ και 80-100 ΔΜ βιταμίνης D. Στην κτηνοτροφία χρησιμοποιείται για την επιτάχυνση της ανάπτυξης των ζώων και ως προληπτικό και θεραπευτικό μέσο κατά της ραχίτιδας, της ξηροφθαλμίας και άλλων νοσημάτων. Το ιατρικό μ., επειδή στο φως η βιταμίνη D μετατρέπεται σε δηλητηριώδη τοξιστερόλη, διατηρείται σε δροσερούς και σκοτεινούς χώρους. Τέλος, από τα απορρίμματα της επεξεργασίας ψαριού, παράγεται τεχνικό μ., που χρησιμοποιείται κυρίως στα βυρσοδεψεία και τα σαπωνοποιεία.
* * *και μουρουνόλαδο, το(τεχνολ. τροφ.) ανοιχτοκίτρινο ιχθυέλαιο το οποίο λαμβάνεται από το ήπαρ τής μουρούνας και άλλων συγγενικών ψαριών και αποτελεί αξιόλογη φυσική πηγή για τις βιταμίνες Α και D, δηλαδή τους αντιρραχητικούς και αυξητικούς παράγοντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μουρούνα + έλαιο].
Dictionary of Greek. 2013.